Αναμφίβολα με την πάροδο των χρόνων και τις εξελίξεις της κοινωνίας είναι αναπόφευκτο να μην δημιουργούνται ολοένα και περισσότερες υποθέσεις των ατόμων. Συνεπώς, η έκδοση αποφάσεων σε μια χώρα θα ήταν άδικο να αναγνωριζόταν μόνο στην χώρα εκείνη και να μην μπορεί ο επιτυχών της απόφασης να επωφεληθεί την επιτυχία του σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Επομένως, για τη γρήγορη και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης έχουν τεθεί τέτοιοι μηχανισμοί ουτώς ώστε βέβαια με ορισμένες προϋποθέσεις που απαιτούνται να αναγνωρίζονται και να εκτελούνται αποφάσεις άλλων χωρών. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η κυκλοφορία των αποφάσεων σε άλλες χώρες κάτι το οποίο είναι σημαντικό στις μέρες μας αφού εξοικονομείται πολύτιμος χρόνος και πρόκειται για μια διαδικασία κατά βάση σύντομη και μη δαπανηρή.
Οι δικαστικές αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται από άλλα κράτη είτε μέλη της Ευρωπαικής Ένωσης είτε τρίτων χωρών μπορούν να αναγνωριστούν στην Κυπριακή Δημοκρατία με βάση Ευρωπαϊκό Κανονισμό ή Συμβάσεις που έχουν συναφθεί, διμερείς ή πολυμερείς μεταξύ των χωρών. Εν τούτοις, εάν δεν υπάρχει σύμβαση μεταξύ των χωρών τότε πάλι δίνεται η ευκαιρία για αναγνώριση απόφασης με βάση την εθνική νομοθεσία, ήτοι το Κεφ. 10 ή στη βάση των αρχών κοινοδικαίου με καταχώρηση αγωγής.
Η Συνθήκη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για παροχή νομικής συνδρομής σε θέματα αστικού και ποινικού δικαίου έχει υπογραφεί στις 19/01/1984 και η κύρωση της έγινε με το Νόμο 172/86. Στη συνέχεια υπεγράφησαν πρωτόκολλα μεταξύ της Κυβέρνησης Κ.Δ. και της Κυβέρνησης Ρωσικής Ομοσπονδίας τα οποία κυρώθηκαν με τους Ν.34(ΙΙΙ)/01 και Ν.41(ΙΙΙ)/05 όπου μ᾽αυτό τον τρόπο συνεχίζεται η ισχύς του. Ο Νόμος 172/86 περιλαβάνει 6 κεφάλαια, τα οποία διαχωρίζονται στις γενικές διατάξεις, έγγραφα, απαλλαγή από εγγυοδοσία έναντι των δικαστικών εξόδων και δωρεάν νομική συμβουλή, ειδικές διατάξεις για θέματα αστικού δικαίου και κληρονομική διαδοχή, αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων, ειδικές διατάξεις για θέματα Ποινικού Δικαίου – Κίνηση Ποινικών διαδικασιών, παροχή πληροφοριών και τελικές διατάξεις.
Ο πιο πάνω Νόμος καθόρισε τα άρθρα για αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων απαριθμώντας τα από 23 μέχρι 34. Συνάμα εφαρμόζεται και ο Νόμος 121(Ι)/ 00 περί αποφάσεων αλλοδαπών δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση δυνάμει συμβάσεως) ο οποίος είναι πολύ συνοπτικός περιλαμβάνοντας 6 άρθρα όπου το πιο σημαντικό εξ αυτών είναι το άρθρο 5 το οποίο αναφέρει τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί.
Για να μπορέσει να στοιχειοθετηθεί η αίτηση, με συνέπεια την έκδοση διατάγματος για εγγραφή, αναγνώριση και/ή εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης τίθενται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
Α) να είναι τελεσίδικες και εκτελεστές δυνάμει του δικαίου του συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκαν,
Β) ο διάδικος ο οποίος παρέλειψε να εμφανιστεί και να λάβει μέρος στη διαδικασία και εναντίον του οποίου εκδόθηκε η απόφαση κλητεύθηκε κανονικά και εμπρόθεσμα σύμφωνα με το δίκαιο του συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση,
Γ) η υπόθεση να μη εμπίπτει εντός της αποκλειστικής αρμοδιότητας κάποιας αρχής του Συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να αναγνωριστεί και εκτελεστεί η απόφαση,
Δ) καμιά δικαστική απόφαση, η οποία να έχει καταστεί τελεσίδικη, δεν έχει εκδοθεί προηγουμένως για αυτό το επίδικο αντικείμενο μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους όπου πρόκειται να αναγνωριστεί και εκτελεστεί η δικαστική απόφαση και,
Ε) να μην εκκρεμεί ενώπιον της δικαστικής αρχής του παραγγελλόμενου συμβαλλόμενου μέρους διαδικασία μεταξύ των ίδιων διαδίκων για το ίδιο επίδικο αντικείμενο και η διαδικασία αυτή ήταν η πρώτη που είχε εγεθεί.
Αξιοσημείωτο είναι το άρθρο 25 στο οποίο προβλέπεται ότι μόνο οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης αναγνωρίζονται και εκτελούνται όμως διαφορετική ρύθμιση γίνεται για τις αποφάσεις διαζυγίου όπου παρέχεται η αναγνώριση τους και γι᾽αυτές που εκδόθηκαν πριν την έναρξη ισχύος της συνθήκης. Αντίθετα, ο Ν.55/84 ο οποίος κυρώθηκε για τη Σύμβαση μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε θέματα αστικού, οικογενειακού, εμπορικού και ποινικού δικαίου, αποφασίστηκε ότι πρόκειται περί δικονομικού νόμου καθώς σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου 1990 1 ΑΑΔ 13 ημερ. 15/01/90εξετάστηκε το ζήτημα κατά πόσο ο Ν.55/84 έχει αναδρομική ισχύ. Σε συντομία αυτό που απασχόλησε το Δικαστήριο ήταν κατά πόσο ο Ν.55/84 είναι ουσιαστικός ή δικονομικός για να καταλήξει στο συμπέρασμα της αναδρομικότητας ή μη. Αυτό που στην ουσία λέχθηκε είναι ότι εάν ο νόμος είναι ουσιαστικός τότε η ισχύς του αρχίζει από την ημερομηνία της δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβέρνησης ή από την ημερομηνία που θα ήθελε καθοριστεί και δεν θα έχει αναδρομική ισχύ εκτός αν υπάρξει ρητή πρόνοια στο Νόμο. Από την άλλη, εάν ο νόμος είναι δικονομικός τότε δεν τεκμαίρεται ότι δεν έχει αναδρομική ισχύ διότι δεν υπάρχει κεκτημένο δικαίωμα αναφορικά με τη Δημοκρατία. Το ίδιο ειπώθηκε στην αγωγή 485/95, ημερ. 27/02/2015 κατά την οποία κατέληξε το Δικαστήριο ότι εφόσον αυτό το οποίο είχε ζητηθεί γενικά αφορούσε μέθοδο εκτέλεσης δικαστικής απόφασης τότε πρόκειται για δικονομικό νόμο και συνακόλουθα έχει αναδρομική ισχύ.
Τόσο για σκοπούς αναγνώρισης όσο και για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης απαιτείται η επισύναψη ορισμένων εγγράφων στην αίτηση τα οποία παρατίθενται πιο κάτω:
Α) το πρωτότυπο ή ενα πιστοποιημένο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης μαζί με ένα πιστοποιητικό για το τελεσίδικο και εκτελεστό αυτής εκτός αν αυτό μαρτυρείται από αυτή την ίδια τη δικαστική απόφαση,
Β) ένα έγγραφο που να πιστοποιεί ότι ο διάδικος σε βάρος του οποίου εξεδόθει η δικαστική απόφαση είχε εμπρόθεσμα κλητευθεί σύμφωνα με το δίκαιο του συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση και,
γ) μια πιστοποιημένη μετάφραση της αίτησης και των εγγράφων που αναφέρονται στα πιο πάνω σημεία.
Η τελεσιδικία μιας απόφασης όπως διαφαίνεται από αποφάσεις εξακριβώνεται από νομική γνωμοδότηση δικηγόρου της χώρας όπου εκδόθηκε η απόφαση ή από έκθεση εμπειρογνώμονα. Παρατηρούμε όμως πως ο Ν.55/84 στο άρθρο 24 παράγραφος 3 όπου προϋποθέτει την επισύναψη εγγράφων που συνοδεύουν την αίτηση για εγγραφή, αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης μεταξύ άλλων και επικυρωμένου αντιγράφου της απόφασης και εγγράφου αρμόδιου δικαστικού οργάνου που να πιστοποιεί ότι η απόφαση έχει γίνει τελεσίδικη ή αμετάκλητη εκτός αν αυτό προκύπτει από την ίδια την απόφαση. Είναι αντιληπτό ότι ο Ν.55/84 θέτει πιο αυστηρό πλαίσιο από τον Ν.172/86 ως προς την πιστοποίηση της τελεσιδικίας της απόφασης από το μέρος που εκδόθηκε η απόφαση. Σ᾽αυτή την περίπτωση δεν αρκεί η βεβαίωση ή πιστοποίηση από δικηγόρο αλλά χρειάζεται πιστοποιητικό το οποίο να προέρχεται από δικαστικό όργανο. Βοηθητική είναι η απόφαση 1998 1 ΑΑΔ 1675, ημερ. 22/09/98 όπου διαπιστώνεται ότι η επικύρωση του αντιγράφου της απόφασης είναι απαραίτητη και ουσιώδης και χωρίς αυτή δεν καθίσταται επικυρωμένο αντίγραφο αλλά ούτε ότι η απόφαση έχει γίνει τελεσίδικη ή αμετάκλητη δεν μπορεί να αντικατασταθεί με προφορική μαρτυρία.
Σημαντική είναι η απόφαση στην υπόθεση υπ᾽αρ. Αιτ. 2/15, ημερ. 19/02/16 στην οποία τέθηκε το ζήτημα της τελεσιδικίας της απόφασης. Ο δικηγόρος της Αιτήτριας προς τούτο επικαλέστηκε νομική γνωμάτευση δικηγόρου Αθηνών και παρά τω Άρειω Πάγω και πιστοποιητικό του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών στο Τμήμα Πολιτικών Ένδικων Μέσων. Το εν λόγω πιστοποιητικό δεν ανέφερε ότι η απόφαση ήταν τελεσίδικη ή αμετάκλητη παρά μόνο ότι δεν ασκήθηκε οποιοδήποτε ένδικο μέσο εναντίον της απόφασης. Σ᾽αντίθεση με τη γνωμάτευση, η οποία έγραφε ότι η απόφαση έγινε τελεσίδικη και αμετάκλητη, εν τούτοις το Δικαστήριο δεν μπορούσε να την κάνει αποδεκτή καθώς ο Νόμος είναι ξεκάθαρος σχετικά με την προέλευση του εγγράφου δηλαδή από αρμόδιο δικαστικό όργανο.
Όπως επισημάνθηκε πιο πάνω, οποιοδήποτε άλλο πιστοποιητικό εκτός του αναφερόμενου στο Ν.55/84 δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό και σε τέτοιες περιπτώσεις το αίτημα θα απορριφθεί. Επιπλέον, στην περίπτωση των αποφάσεων που εκδίδονται στην Ελλάδα εφαρμόζεται και ο Ε.Κ. 1215/12 ο οποίος επιτάσσει μαζί με την αίτηση να προσκομίζεται βεβαίωση του άρθρου 53υπάρχει σχετικό υπόδειγμα στον Κανονισμό. Να τονιστεί ότι η οποιαδήποτε σύμβαση μεταξύ των κρατών μελών δεν αντικαθιστά τον Ευρωπαικό Κανονισμό αλλά εφαρμόζονται και τα άρθρα του Κανονισμού.
Παρατηρούμε πως στο Ν.55/84 υπάρχει μια επιπρόσθετη προϋπόθεση για έκδοση του διατάγματος από τον Ν.172/86 η οποία θα διασφαλίζει ότι με την αναγνώριση ή εκτέλεση της απόφασης δεν θίγεται η κυριαρχία ή ασφάλεια και δεν είναι αντίθετη με τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη που επικρατούν στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους όπου ζητείται η αναγνώριση ή εκτέλεση της απόφασης.
Ενώ στο Νόμο 172/86 τίθεται ως προϋποθέση η ερημοδικία του διαδίκου όμως να κλητεύθηκε κανονικά και εμπρόθεσμα στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, ο Ν.55/84 προβλέπει και την περίπτωση που διάδικος δεν εμφανίστηκε και δεν είχε τη νομική ικανότητα να παραστεί σε δικαστήριο είχε όμως τη δυνατότητα να αντιπροσωπευθεί.
Ακόμη, μία διαφορά έγκειται στην επόμενη παράγραφο του άρθρου 22 του Ν.55/84 όπου απαιτείται η απόφαση για την οποία ζητείται αναγνώριση ή εκτέλεση να μην είναι αντίθετη με απόφαση προηγούμενη από το Δικαστήριο στο έδαφος του οποίου ζητείται η αναγνώριση ή εκτέλεση. Όμως, προκύπτει μια διαφοροποίηση στο άρθρο 24 παράγραφος 4 του Ν.172/86 από τις προϋποθέσεις να μην υπάρχει δικαστική απόφαση προηγούμενη για το επίδικο αντικείμενο μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους που ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης.
Καταρχήν, το Δικαστήριο για να μπορέσει να εξετάσει την αίτηση χρειάζεται να αποκτήσει δικαιοδοσία, προϋπόθεση η οποία εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2 του Ν.172/86. Διακριβώνεται ότι αποκτάται δικαιοδοσία στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτών διατηρεί μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους όπου επιδικώκεται η εκτέλεση της απόφασης. Η διαμονή κατά τον τρόπο που αναφέρεται στο Νόμο έχει απασχολήσει τα Δικαστήρια σε αρκετές υποθέσεις και εισήγηση είναι να τεθεί ως ορισμός σε τροποποίηση του Νόμου.
Κρίσιμη είναι η απόφαση στην υπόθεση με αριθμό αίτησης 5/13, ημερ. 14/11/14 στην οποία καταδείχθηκε ότι για να στοιχειοθετηθεί η διαμονή στην Κύπρο δεν αρκεί η άδεια προσωρινής παραμονής επισκέπτου. Η Αιτήτρια στη συγκεκριμένη περίπτωση επεδίωξε αναγνώριση και εκτέλεση της ρωσικής απόφασης για διατροφή 2 ανήλικων τέκνων της. Ως προς το θέμα της δικαιοδοσίας επικαλέστηκε ότι έχει διαμέρισμα στην Κύπρο υπό ενοικίαση, λογαριασμό ρεύματος στο όνομα της, τις επισκέψεις της στην Κύπρο με κατά συνέπεια την εξασφάλιση προσωρινής άδειας παραμονής αλλά πάρα αυτά παραδέχθηκε ότι διαμένει μόνιμα στη Μόσχα. Αποτυπώνεται ακριβώς το λεκτικό το Δικαστηρίου:
«Η διαμονή δεν είναι δυνατό να υπάρχει μόνο στα χαρτιά. Απαιτείται η φυσική παρουσία του προσώπου συνοδευόμενη και από την πρόθεση του να παραμείνει προσωρινά ή ανάλογα μόνιμα στο μέρος όπου επέλεξε να έχει τη διαμονή του.
…………………………………………………………….………………………………………………………
Το Δικαστήριο συμφωνεί με τη θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του καθ᾽ου πως το θέμα της διαμονής είναι πραγματικό και αποφασίζεται με βάση τα γεγονότα που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση. Η εξέταση δεν μπορεί να περιορίζεται στην εξασφάλιση ή όχι προσωρινής παραμονής ως επισκέπτου στη χώρα.
……………………………………………………………………………………………………………………
Η εξασφάλιση της προσωρινής άδειας παραμονής στην Κύπρο ως επισκέπτου υπό τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν, δεν ισοδυναμεί με προσωρινή διαμονή.»
Ακόμη, η υπό αναφορά αίτηση πάλι την ίδια τύχη θα είχε εφόσον η απόφαση αφορούσε διατροφή και προς τούτο αρμόδιο δικαστήριο θα ήταν το Οικογενειακό και όχι το Επαρχιακό όπου καταχωρίστηκε η παρούσα αίτηση.
Χρήσιμη είναι και η απόφαση του Εφετείου 2004 1 ΑΑΔ 1935, ημερ. 12/11/2004 στην οποία ειπώθηκε ότι για τη συνήθη διαμονή παίζουν ρόλο η επαγγελματική απασχόληση, η συμμετοχή στις πολιτιστικές εκδηλώσεις, η ύπαρξη κατοικίας, η συμπερίληψη σε τηλεφωνικούς καταλόγους στα μητρώα και αρχεία των τοπικών ή φορολογικών αρχών, της αρχής ηλεκτρισμού κ.λ.π. όμως αφορούσε άλλη διαδικασία.
Μεταξύ άλλων ζητημάτων, αναλύθηκε και το θέμα της διαμονής της Αιτήτριας στην Κύπρο στην απόφαση με υπ᾽αρ. Γεν. αιτ. 140/20 ημερ. 09/03/2021. Για την ακρίβεια η διαφορά αυτή εμπίπτει στα πλαίσια της Διαιτησίας, όπου εφαρμόζονται άλλοι νόμοι. Όμως, μπορεί να αντληθεί το σκεπτικό του Δικαστηρίου καθώς η απόφαση για την οποία ζητείται εγγραφή, αναγνώριση, και εκτέλεση εκδόθηκε στη Ρωσία. Εφαρμογή κατά βάση είχε η Σύμβαση της Νέας Υόρκης για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων Ν.84/79 όπου είναι μέλη η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ρωσική Ομοσπονδία. Εγέρθηκε ως λόγος ένστασης η μη διαμονή της Αιτήτριας στην Κ.Δ. βάσει του άρθρου 27 του Ν.172/86 καθώς πρόκειται περί πιστωτικού ιδρύματος στη Ρωσία και διατηρεί υποκατάστημα στην Κύπρο, του οποίου ανακλήθηκε η άδεια του. Το Δικαστήριο αποφάσισε τα πιο κάτω:
«Σε ότι αφορά τη διαμονή της Αιτήτριας στην Κ.Δ. παραμένει αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι αυτή τη χρονική στιγμή η Αιτήτρια διαθέτει εγγεγραμμένο γραφείο και υπόσταση στην Κ.Δ. Το ότι έχει ανακληθεί η άδεια της από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και δεν μπορεί πια να διεξάγει τραπεζικές εργασίες δεν σημαίνει αυτόματα ότι χάνει και τη νομική της υπόσταση σαν εταιρεία εγγεγγραμμένη στην Κ.Δ. Άρα το επιχείρημα ότι θα έπρεπε η αίτηση να υποβληθεί μέσω των δικαστικών αρχών της Ρωσικής Ομοσπονδίας δεν ευσταθεί.»
Να σημειωθεί ότι με την καταχώρηση αίτησης για εγγραφή αλλοδαπής απόφασης δεν χρειάζεται να εκδοθεί διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας. Το σκεπτικό του Εφετείου στην Πολ. Έφ. 141/2011, 02/07/12 ήταν ότι η Δ.6 Θ.1 αναφέρει τις περιπτώσεις για τις οποίες χρειάζεται να καταχωρηθεί αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και η αίτηση για εγγραφή αλλοδαπής απόφασης δεν περιλαμβάνεται σ᾽ αυτή την διάταξη.
Πρέπει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο στην εξέταση μιας αίτησης για εγγραφή, αναγνώριση και εκτέλεση μιας αλλοδαπής απόφασης δεν υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης ή στην ορθότητα της απόφασης αλλά ελέγχει μόνο αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται από τους Νόμους, Συμβάσεις. Στην απόφαση του Εφετείου 2007 1 ΑΑΔ 503 αναφέρθηκε ότι ο Νόμος 121(Ι)/00 είναι διαδικαστικής φύσεως και δεν προσθέτει στο ουσιαστικό δίκαιο. Επιπλέον, στην Έφεση17/16 ημερ. 22/02/2018 λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Ο περί αποφάσεων αλλοδαπών δικαστηρίων (αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση δυνάμει σύμβασεως) Νόμος του 2000, (Ν.121(Ι)/00) είναι διαδικαστικός νόμος, θέτει το δικονομικό πλαίσιο και ρυθμίζει τη διαδικασία εφαρμογής των όσων προβλέπουν οι σχετικοί νόμοι.»
Η διαδικασία η οποία ακολουθείται για την εγγραφή, αναγνώριση ή εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης με βάση το Ν.121(Ι)/00 ξεκινά με αίτηση διά κλήσεως όπου ο αιτητής είναι αρμόδια αρχή ή το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εξεδόθει η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου. Επίσης, από τις προθεσμίες που τάσσονται από το συγκεκριμένο άρθρο συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για μια διαδικασία η οποία διεκπεραιώνεται κατά βάση σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ακόμη, καθορίζονται οι λόγοι που μπορεί ο Καθ᾽ου η Αίτηση να υποβάλει στην ένσταση του.
Με βάση τα πιο πάνω, αποφάσεις που εκδίδονται σε άλλη χώρα μπορούν να εκτελεστούν όπως τις ημεδαπές αποφάσεις. Συνεπώς, το αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται είναι η αξίωση του επιτυγχόντος διαδίκου να αναγνωριστεί από οποιαδήποτε χώρα, η οποία είναι υποχρεωμένη να του παρέχει έννομη προστασία μετά από πολύ πιθανόν πολυετή δικαστική διαμάχη στη χώρα όπου εκδόθηκε η απόφαση.